παρορμητικά

παρορμητικά
παρορμητικός
stimulative
neut nom/voc/acc pl
παρορμητικά̱ , παρορμητικός
stimulative
fem nom/voc/acc dual
παρορμητικά̱ , παρορμητικός
stimulative
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρορμητικός — ή, ό / παρορμητικός, ή, όν, ΝΜΑ [παρορμώ (Ι)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενέργεια και στο αποτέλεσμα τού παρορμώ, προτρεπτικός (α. παρορμητικά λόγια» β. «παρορμητικὸς ἀφροδισίων») νεοελλ. αυτός που έχει συχνές ή έντονες εκδηλώσεις… …   Dictionary of Greek

  • ευσυνάρπαστος — εὐσυνάρπαστος, ον (Α) αυτός που συναρπάζεται εύκολα, που παρασύρεται εύκολα. επίρρ... ευσυναρπάστως αυθόρμητα, παρορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν αρπάζω] …   Dictionary of Greek

  • ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”